δενδροσκέπαστος

δενδροσκέπαστος
-η, -ο- (για τόπους) σκεπασμένος με δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδροσκεπής — ( ούς), ές ο δενδροσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σκεπής < σκέπας / σκέπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”